- κατέπλεε
- καταπλέωimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… … Dictionary of Greek
Κιουτάχεια — (Kütahya). Πόλη (168.045 κάτ. το 2002) της δυτικής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.875 τ. χλμ., 656.903κάτ.). Βρίσκεται σε απόσταση 120 χλμ. ΝΑ της Προύσας και 55 χλμ. ΝΔ του Εσκί Σεχίρ. Είναι χτισμένη στους πρόποδες ενός υψηλού… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek